Dictionary of Greek. 2013.
ὑπερηδέως — ὑπέρηδυς exceedingly sweet adverbial … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
υπέρηδυς — υ, Α γλυκύτατος, πάρα πολύ ευχάριστος. επίρρ... ὑπερηδέως Α με εξαιρετικά μεγάλη ευχαρίστηση. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ * + ἡδύς «γλυκός, ευχάριστος»] … Dictionary of Greek